ἔχαιρον

ἔχαιρον
χαίρω
rejoice
imperf ind act 3rd pl
χαίρω
rejoice
imperf ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γαίω — (Α) καμαρώνω για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γaFiω < (ινδοευρ.) *gαu «χαίρομαι, καυχώμαι» (πρβλ. γάνυμαι, γηθέω). Στην Ιλιάδα μαρτυρείται μόνο η μετοχή γαίων μαρτυρείται επίσης ένας τ. γαίεσκον «έχαιρον» (Ησύχ.)] …   Dictionary of Greek

  • κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… …   Dictionary of Greek

  • μελοτομώ — μελοτομῶ, έω (M) κόβω σε κομμάτια, διαμελίζω («οἱ ἅγιοι ἔχαιρον κοπτόμενοι, ἥδοντο μελοτομούμενοι», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *μελοτόμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”